- κατεπάδω
- κατεπᾴδω (Α)υποτάσσω, καταβάλλω κάποιον με ωδή ή με μαγεία («νέους λαμβάνοντες, ὥσπερ λέοντας, κατεπᾴδοντες καὶ γοητεύοντες καταδουλούμεθα», Πλάτ.)αρχ.1. μιλώ σε κάποιον με λόγια γλυκά, καταπραϋντικά, κολακευτικά2. τραγουδώ για να γοητεύσω, για να μαγέψω κάποιον3. επαναλαμβάνω διαρκώς, λέω συχνά («ταῡτα καὶ ὅμοια ἕτερα κατεπῇδε», Ηλιόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἐπ-άδω «τραγουδώ μαγικές ωδές»].
Dictionary of Greek. 2013.